Έχουμε χρέος να ξαναδώσουμε στους απόδημους Έλληνες τη φωνή τους

Της Ευαγγελίας Λιακούλη

Το ζήτημα της εφαρμογής ενός νομοθετικού πλαισίου για το δικαίωμα ψήφου των εκτός επικρατείας Ελλήνων μονοπωλεί για τα καλά το δημόσιο διάλογο εδώ και αρκετές εβδομάδες. Πλέον, η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων συνομολογεί, ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και να προσμετρά και τις ψήφους τους.

Η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού δεν είναι μονάχα μια συνταγματική επιταγή που εξειδικεύθηκε και ενδυναμώθηκε με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ στη Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, η οποία έχει πια ωριμάσει και πρέπει επιτέλους να υλοποιηθεί. Η ψήφος των αποδήμων δεν συνιστά μόνο μια τυπική για εμάς «θεσμική ανωμαλία», για ένα ζήτημα που οι υπόλοιπες χώρες του δυτικού κόσμου στην πλειοψηφία τους έχουν επιλύσει εδώ και πολλά χρόνια. Κυρίαρχα, η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού είναι θέμα χρέους της Πολιτείας προς τον ευρύτερο Ελληνισμό. Εκείνο το τμήμα των Ελλήνων που παρότι δεν διαβιεί εντός των στενών ορίων της Ελλαδικής επικράτειας, ωστόσο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Έθνους.

Η χώρα και το πολιτικό της προσωπικό, «χρωστούν» στους Έλληνες του εξωτερικού – και ιδίως σε εκείνους που έφυγαν από την χώρα στα χρόνια της πρόσφατης κρίσης, την ευκαιρία να ακουστεί η άποψή τους για το εγχώριο πολιτικό γίγνεσθαι, έστω και διαμέσου της ψήφου. Το πως θα γίνει «τεχνικά» αυτό, είναι ήσσονος σημασίας, μπορεί να διασφαλιστεί με διακομματική και συνθετική αντίληψη και με όρους δημοκρατίας, ισοτιμίας και διαφάνειας.

Το Κίνημα Αλλαγής, πέραν του ιστορικά κομβικού του ρόλου, από την πρώτη στιγμή που το ζήτημα αναδείχθηκε στο δημόσιο διάλογο, τάχθηκε υπέρ μιας νομοθετικής ρύθμισης, που θα διασφαλίζει την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή των απόδημων στις βουλευτικές εκλογές. Επιπλέον, έθεσε ως προτεραιότητες την πλήρη διαφάνεια των διαδικασιών, την εκπροσώπηση των αποδήμων ως διακριτής κατηγορίας στη Βουλή, μέσω βουλευτών που θα εκλέγονται και θα εκπροσωπούν τους ίδιους και φυσικά το ότι οι εκλογικές επιλογές τους θα πρέπει να προσμετρώνται στο γενικό εκλογικό αποτέλεσμα, για λόγους ισότητας και καθολικότητας της ψήφου.

Βεβαίως, ο συνταγματικός νομοθέτης, θέλοντας να αποφύγει παιχνίδια τακτικισμού από την εκάστοτε κυβέρνηση, προέβλεψε πως η ψήφιση ενός τέτοιου Νόμου θα έπρεπε να συγκεντρώσει μια ευρεία πλειοψηφία 200 βουλευτών. Συνεπώς, για να τελεσφορήσει μια τέτοια πρωτοβουλία θα πρέπει πρωταρχικά να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος, μεταξύ των κομμάτων, κάτι στο οποίο φυσικά τον πρώτο λόγο έχει η Κυβέρνηση. Η έννοια του «ουσιαστικού διαλόγου», βρίσκει αντίκρισμα στη διευρυμένη διαδικασία με όλα τα κόμματα και όχι σε μεγαλόστομες ανακοινώσεις και ειλημμένες ήδη αποφάσεις στα κρίσιμα θέματα, όπως δυστυχώς δείχνει να συμβαίνει κι αυτή τη φορά. Άλλωστε, σε ένα τέτοιας υψηλής πολιτικής σημασίας και συμβολισμών ζήτημα, το δόγμα «αποφασίζουμε και διατάσσουμε» δεν χωρά.

Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ, η κρίσιμη πολιτική δύναμη για την ευόδωση ή όχι ενός τέτοιου εγχειρήματος, μοιραίος και φοβικός, αναλώνεται σε θεσμικές μάχες χαρακωμάτων. Θεωρεί ότι τα πολιτικά «διαπιστευτήρια» των Ελλήνων της ομογένειας, μάλλον δεν είναι αρκούντως …«προοδευτικά». Είναι όμως αυτή μια αριστερή αντίληψη; Ιδίως όταν επικαλείται όλες τις μάχες του προοδευτικού χώρου του απώτερου αλλά και πρόσφατου παρελθόντος, για την καθιέρωση της καθολικής ψήφου, για το δικαίωμα της ψήφου από τις γυναίκες, για την πολιτική αλλά και την
κοινωνική «ορατότητα» όλων των μειονοτήτων;

Το να θεωρεί a priori η αξιωματική αντιπολίτευση, πως η συντριπτική πλειοψηφία των αποδήμων είναι εχθρική προς τις ιδέες της «αριστεράς», πρωτίστως δεν είναι αλήθεια. Αν εξετάσει κανείς τα αποτελέσματα των αποδήμων των τελευταίων δύο αναμετρήσεων στις ευρωεκλογές (2014 και 2019), τα κόμματα από το κέντρο μέχρι την ακροδεξιά και στις δύο περιπτώσεις συγκεντρώνουν μικρότερο αθροιστικά ποσοστό από τα κόμματα που βρίσκονται από την Κεντροαριστερά μέχρι την άκρα αριστερά. Άρα το «αριστερόμετρο» του κ. Τσίπρα, βγάζει κεντροαριστερές και αριστερές μετρήσεις, που απλώς δεν αρέσουν μόνο στον ίδιο. Έτσι προκύπτει και η προβληματική σε πολλά πρόταση Νόμου που ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε, σύμφωνα με την οποία η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού δεν θα πρέπει να συνυπολογίζεται στο γενικό εθνικό αποτέλεσμα των εκλογών. Στην Κουμουνδούρου όμως φαίνεται να ξεχνούν πως Αριστερά που δεν επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή (και ισότιμη) συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως στις εκλογικές διαδικασίες, δεν μπορεί να λογίζεται ως Αριστερά. Είναι «λίγο απ’όλα» και «κατά το δοκούν». Έτσι όμως κανείς δεν είναι πραγματικά χρήσιμος για τον τόπο του και τους Ανθρώπους του.


*Η Ευαγγελία Λιακούλη είναι Τομεάρχης Εσωτερικών του Κινήματος Αλλαγής και βουλευτής ν. Λάρισας