Απολύτως θετική ήταν η απάντηση του Υπουργού Δικαιοσύνης στην επίκαιρη ερώτηση της βουλευτή του Κινήματος Αλλαγής ν. Λάρισας, Ευαγγελίας Λιακούλη σε σχέση με την ανάγκη κατάργησης διάταξης του πρόσφατου ν. 4640/2019 που προβλέπει την επιβολή αγωγόσημου (1%) επί των αναγνωριστικών αγωγών αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ακόμη και για τις οικογένειες των θυμάτων των ολοκαυτωμάτων από τα Γερμανικά και Ιταλικά στρατεύματα κατοχής, που ειδικά για το ν. Λάρισας αφορούν το Δομένικο Ελασσόνας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη διάταξη απέτρεπε τους δικαιούχους των εν λόγω αποζημιώσεων από το να ασκήσουν αγωγές, λόγω του δυσβάσταχτου οικονομικού βάρους, που αυτές συνεπάγονταν. Συγκεκριμένα, για το Δομένικο και προκειμένου να κατατεθεί η σχετική αγωγή, απαιτούνταν με τη νέα ρύθμιση αγωγογόσημο, το οποίο κυμαινόταν γύρω στις 300.000 ευρώ (!).
Η Λαρισαία πολιτικός στην τοποθέτησή της επέμεινε πως το ζήτημα της εξαίρεσης των δικαιούχων πολεμικών αποζημιώσεων «έχει πρόσημο τόσο κοινωνικό, όσο και εθνικό», ενώ υπενθύμισε ότι κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο στην Ειδική Επιτροπή της Βουλής για τις πολεμικές αποζημίωσης της περιόδου 1941-1944 και οι βουλευτές της ΝΔ είχαν τοποθετηθεί θετικά ως προς το ζήτημα.
«Χρειάζεται μόνο να ακούσω ένα ‘’ναι’’» είπε στον Θεσσαλό Υπουργό η Ευαγγελία Λιακούλη, με τον κ. Τσιάρα να απαντά ξεκάθαρα πως «η Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι υπάρχει ένα θέμα με τα μαρτυρικά χωριά και με τις διεκδικήσεις των αποζημιώσεων. Θα αναλάβουμε μία πρωτοβουλία ώστε το συγκεκριμένο κομμάτι να το καλύψουμε. Έτσι, λοιπόν, σας λέω και το δηλώνω αυτήν τη στιγμή, ότι εξετάζουμε τη δυνατότητα εξαίρεσης των εν λόγω αγωγών από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, εφόσον δεν εγείρονται άλλα νομικά και συνταγματικά ζητήματα».
Ακολουθούν το video και τα πρακτικά της επίκαιρης ερώτησης από τη συζήτηση στη Βουλή:
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Νικήτας Κακλαμάνης): Προχωράμε τώρα στην πρώτη, τη με αριθμό 386/15-1-2020 επίκαιρη ερώτηση του δεύτερου κύκλου της Βουλευτού Λάρισας του Κινήματος Αλλαγής κυρίας Ευαγγελίας Λιακούλη, προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με θέμα: «Το Υπουργείο Δικαιοσύνης «θάβει» την υπόθεση του Ολοκαυτώματος του Δομένικου».
Η κ. Λιακούλη έχει τον λόγο.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΛΙΑΚΟΥΛΗ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Κύριε Υπουργέ, σας φέρνω την καλημέρα του Δομένικου, που είναι μαζεμένο στο καφενείο του χωριού και μας παρακολουθεί. Κι αυτό σας το είχε πει από τις 14 του Δεκέμβρη, όταν σας απέστειλε, το δίκτυο των μαρτυρικών πόλεων, το ψήφισμα γι’ αυτό που τους έχει συμβεί, μετά το άρθρο 42 του ν. 4640/2019.
Το Δομένικο είναι ένα γραφικό και όμορφο χωριό του Νομού της Λάρισας, που εσείς σαν Θεσσαλός, το γνωρίζετε γιατί έχετε έρθει. Και βεβαίως περιποιεί τιμή για μας να απευθυνόμαστε σε σας.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Νικήτας Κακλαμάνης): Και οι μη Θεσσαλοί το γνωρίζουμε.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΛΙΑΚΟΥΛΗ: Και οι Θεσσαλοί.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Έτι περισσότερο εννοεί, η κυρία συνάδελφος.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΛΙΑΚΟΥΛΗ: Σας καλούμε, λοιπόν, εκεί γιατί είναι και πολύ γραφικό και πολύ όμορφο, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας τρόπος, για να δείξουμε ότι αγωνιζόμαστε κατά της ιστορικής λήθης.
Το Δομένικο, λοιπόν, αντιμετωπίζει το πρόβλημα ότι οι κάτοικοί του, οι οικογένειες του Ολοκαυτώματος – είναι μια μαρτυρική πόλη το Δομένικο, γνωστό σε όλη την Ελλάδα πια – έκαναν έναν αγώνα δρόμου, για να συλλέξουν όλα τα στοιχεία εναντίον των ιταλικών αρχών, να τεκμηριώσουν το Ολοκαύτωμα, να το ανακηρύξουν ως Ολοκαύτωμα και μετά να καταθέσουν την αγωγή αποζημίωσης, προκειμένου να δικαιωθούν ηθικά κατ’ αρχήν, διότι πυρπολήθηκε όλο το χωριό και σκοτώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι.
Δυστυχώς, το άρθρο που ανέφερα, το 42 του ν. 4640/19 συμπεριέλαβε, κύριε Υπουργέ, όπως γνωρίζετε κι αυτού του είδους τις αποζημιώσεις, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί να μην μπορούν, να μην έχουν τη δυνατότητα να καταθέσουν την αγωγή τους, διότι το αγωγογόσημο κυμαίνεται γύρω στις 300.000 ευρώ.
Αυτό το θέμα έχει πρόσημο κοινωνικό και εθνικό. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα περισσότερο σε σας. Χρειάζεται μόνο να ακούσω ένα «ναι» και δεν χρειάζεται να δευτερολογήσω, διότι το δικό σας Υπουργείο και με το δικό σας πρόσωπο, να τολμήσω να πω, κύριε Υπουργέ, αναμένουμε ότι θα αναγνωρίσει το εθνικό πρόσημο του συγκεκριμένου ζητήματος. Ένα «ναι», για να τελειώσει το θέμα εδώ. Και δίκαιο και ηθικό. Και να μη χρειαστεί να πω κάτι, έλεγε η παράταξή σας πριν από δυο χρόνια, γι’ αυτό.
Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Νικήτας Κακλαμάνης): Ο κύριος Υπουργός έχει τον λόγο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Αγαπητή κυρία συνάδελφε, αντιλαμβάνομαι πραγματικά την ευαισθησία με την οποία προσεγγίζετε το συγκεκριμένο ζήτημα. Επειδή, όμως, στο κείμενο της ερώτησης σας ετέθησαν πολλά ζητήματα, θα ήθελα να μου δώσετε τη δυνατότητα να απαντήσω επ’ αυτών, για να καταλήξουμε και αν όντως δεν θέλετε να κάνετε χρήση της δευτερολογίας σας, θα απαντήσω συνολικά, για να το κλείσουμε, αν όντως αυτή η είναι η πρόθεσή σας, αρκεί να το γνωρίζω εκ των προτέρων.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Νικήτας Κακλαμάνης): Αυτά δεν γίνονται. Ανάλογα τι θα απαντήσετε, θα δούμε αν θα έχει ή δεν θα έχει δευτερολογία.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Ωραία, λοιπόν.
Σας διαβεβαιώνω ότι με την ίδια ευαισθησία που όλοι μας στο Κοινοβούλιο μοιραζόμαστε γι’ αυτά τα ζητήματα, αντιμετωπίζει και η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός, τα θέματα των αποζημιώσεων για τα θύματα της θηριωδίας των κατοχικών στρατευμάτων και νομίζω ότι η ελληνική Κυβέρνηση ομόφωνα – και μάλιστα ήταν την περίοδο της προηγούμενης κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ – θεωρεί τις αξιώσεις, περί πολεμικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων, όπως αυτές προέκυψαν από τον Α΄ και κυρίως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγκυρες, ενεργές και διεκδικήσιμες και θα συνεχίσει να τις προβάλει με κάθε πρόσφορο μέσο, μέχρι την οριστική ικανοποίησή τους.
Φυσικά, δεν είναι στις προθέσεις μας να αρνηθούμε το δικαίωμα των θυμάτων των μαρτυρικών χωριών, όπως το Δομένικο – που σωστά λέτε – να αναζητήσουν το δίκαιό τους, μέσω της ελληνικής δικαιοσύνης.
Νομίζω, όμως – κι επανέρχομαι για να απαντήσω σε ορισμένα θέματα, τα οποία θέσατε στο κείμενο της ερώτησής σας – ότι η Κυβέρνηση με την επιβολή του δικαστικού ενσήμου, δέχεται μια άστοχη, για να μην πω άδικη, κριτική, η οποία ξέρετε πάρα πολύ καλά ότι έχει πολλές διαφορετικές αιτίες και πολλούς διαφορετικούς λόγους.
Θέλετε να σας θυμίσω ότι το δικαστικό ένσημο είχε ψηφισθεί δυο φορές από προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ; Και τις δυο φορές το είχε φέρει στη Βουλή ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μιλτιάδης Παπαϊωάννου. Την πρώτη φορά μάλιστα είχε ψηφισθεί με απολύτως ευρεία πλειοψηφία, απ’ ό,τι θυμάμαι, το 2011 και τη δεύτερη φορά ψηφίστηκε απ’ όλα τα κόμματα του ελληνικού Κοινοβουλίου πλην του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος.
Η επαναφορά του στις αναγνωριστικές αγωγές, που αφορούν, βεβαίως, στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, έγινε για συγκεκριμένους λόγους που είχαν ως αφετηρία τους ίδιους λόγους που οι δυο προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν φροντίσει να το ψηφίσουν. Έχει ακριβώς τους ίδιους στόχους, εναρμονίζεται με το πλέγμα των διατάξεων του νόμου της διαμεσολάβησης και βεβαίως προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις τεράστιες καθυστερήσεις που υπάρχουν στον χώρο της δικαιοσύνης. Δεν αναγνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει αυτή τη στιγμή ο χώρος της ελληνικής δικαιοσύνης είναι ο υπερβολικός χρόνος που χρειάζεται, προκειμένου να υπάρξει η απονομή της; Κάτι, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε. Διότι για μας -και φαντάζομαι ότι για κάθε Υπουργό Δικαιοσύνης και στο παρελθόν- είναι μείζονας στόχος να επιταχυνθεί η έγκυρη και ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης και να διασφαλίζεται, βεβαίως, το συγκεκριμένο δικαίωμα του κάθε πολίτη για την προσφυγή της σ’αυτή.
Δέχομαι, όμως, το εξής και επειδή φαντάζομαι ότι θα επανέλθετε με τη δευτερολογία σας…
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Νικήτας Κακλαμάνης): Εδώ κλείνετε την πρωτολογία σας, κύριε Υπουργέ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Κλείνω, κλείνω, κύριε Πρόεδρε.
Η εκδίκαση των αγωγών για τις πολεμικές αποζημιώσεις, όπως αυτή που αφορά στο Ολοκαύτωμα στο Δομένικο της Ελασσόνας, έχει μια εντελώς διαφορετική ηθική διάσταση και πρέπει να αντιμετωπίζει με την ιστορική ευθύνη εκ μέρους της πολιτείας και όχι με τη λογική κάποιων αποκλειστικά τεχνοκρατικών κριτηρίων, που μπορεί να έχουν σαν στόχο τη σύντμηση του χρόνου της απονομής της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και κρατώ το δικαίωμα να σας πω στη δευτερολογία, τι ακριβώς σκεπτόμαστε και πώς θα αντιμετωπίσουμε το συγκεκριμένο ζήτημα.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Νικήτας Κακλαμάνης):
Η κυρία Λιακούλη έχει τον λόγο.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΛΙΑΚΟΥΛΗ: Κύριε Υπουργέ, με αιφνιδιάζετε. Ελπίζω στο τέλος να αποδειχθεί ότι με αιφνιδιάζετε ευχάριστα. Γιατί όταν σας καλεί ο ερωτών – η ερωτώσα εν προκειμένω – να απαντήσετε σ’ ένα ερώτημα, τόσο εξειδικευμένο, εσείς ουσιαστικά φεύγετε από το γήπεδο και πετάτε την μπάλα, νομίζοντας ότι εγώ δεν θα την ξανακατεβάσω. Φέρνω τη μπάλα, λοιπόν, ξανά στο γήπεδο.
Εγώ ζητάω από σας σήμερα να μην τοποθετηθείτε, κύριε Υπουργέ. Να μην μπείτε στον πειρασμό «Οὒτοι συνέχθειν,ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν». Εδώ δεν ήρθα για να τα μοιράσω μαζί σας, ούτε να κάνω λαϊκισμό ούτε αντιπολίτευση, ούτε να σας πω ότι έχει ξεσηκωθεί ο κόσμος όλος με το δικαστικό ένσημο – είμαι είκοσι έξι χρόνια ενεργή δικηγόρος – ούτε ότι είδατε προχθές πώς έχουν υπάρξει πλέον κι άλλες συμπράξεις, μαζί με το νομικό κόσμο, τα επιμελετήρια, ο ΣΤΕΒ, ο ΣΕΒ, κ.ο.κ. Αυτά θα τα συνυπολογίσετε, όταν θα απαντάτε στην τροπολογία που ήδη έχει κατατεθεί και θα ενσωματωθεί στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας από τη δική μου παράταξη.
Γι’ αυτό, λοιπόν, αν ήθελα να σας το πω, θα σας το έλεγα από την αρχή. Ήρθα εδώ να εξειδικεύσω το θέμα αυτό και είπα και λέω ξανά ότι εδώ έχουμε ένα διαφορετικής φύσεως ζήτημα, που ναι μεν εντάσσεται στο μεγάλο κύκλο που λέγεται «δικαστικό ένσημο», πλην όμως, είναι μερικότερο και ειδικότερο. Έχει ειδικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για αποζημιώσεις μαρτυρικού χωριού, μαρτυρικής πόλης.
Χρειάζεται, λοιπόν, να θυμίσω ότι στη Διακομματική Επιτροπή για τις γερμανικές αποζημιώσεις επί ΣΥΡΙΖΑ οι Βουλευτές οι οποίοι εκπροσωπούσαν το κόμμα της νυν Κυβέρνησης, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, όταν άκουσαν το αίτημα αυτό των κατοίκων – γιατί παραστάθηκαν αυτοπροσώπως, κύριε Υπουργέ, κατέβηκαν πολλοί κάτοικοι του Δομενίκου στην Επιτροπή και η Επιτροπή τούς δέχτηκε σε ακρόαση – ήταν οι πρώτοι οι οποίοι είπαν ότι είναι άδικο, ότι πρέπει να εξαιρεθεί. Αυτό, μάλιστα, συμπεριλήφθηκε και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου που εξαίρεσε τελικά το δικαστικό ένσημο. Αυτό ως μία απάντηση συνολικά.
Γι’ όλα αυτά, όμως, και για την απονομή της Δικαιοσύνης θα μας απαντήσετε εν ευθέτω χρόνω, όταν θα μας πείτε γιατί επαναφέρετε το δικαστικό ένσημο σε μία άλλη εποχή, για το αν το συνδέετε με την απονομή της δικαιοσύνης, γιατί το φέρατε με πρόταση ενός Βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας στις 23.45 και δεν μπόρεσαν πολλοί να το καταλάβουν όταν το φέρατε κ.λπ. Αυτά, όμως, θα μας τα πείτε τότε.
Εμείς ερχόμαστε σήμερα και λέμε: Στο πρόσωπο του Υπουργού Δικαιοσύνης συνοψίζουμε συνολικά δύο χαρακτηριστικά στοιχεία πολύ σπουδαία: το πρόσημο του δικαίου και της ηθικής, αλλά και του εθνικού προσήμου. Και να σας πω και κάτι άλλο, κύριε Υπουργέ; Σαν ύλη δεν είναι καθόλου πολλή. Οι περισσότεροι έχουν καταθέσει και έχουν εκδικαστεί οι αγωγές τους μέχρι τώρα, όπως οι κάτοικοι της Κοκκινιάς από ό,τι ξέρω, του Διστόμου των Καλαβρύτων κοκ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Είναι ελάχιστες.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΛΙΑΚΟΥΛΗ: Συνομολογεί ο Υπουργός, κύριε Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Νικήτας Κακλαμάνης): Επαναλαμβάνετε: Ναι ή όχι; Αυτό είναι το ερώτημα.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΛΙΑΚΟΥΛΗ: Ο κύριος Πρόεδρος το λέει άριστα. Ναι ή όχι, κύριε Υπουργέ; Ναι στην απαλλαγή των ειδικών αυτών περιπτώσεων των αγωγών στα πολυμελή πρωτοδικεία για γερμανικές αποζημιώσεις. Τόσο απλό!
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Νικήτας Κακλαμάνης): Ωραία.
Κύριε Υπουργέ, έχετε τον λόγο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Κυρία συνάδελφε, αντιλαμβάνομαι ότι εσείς θέλετε ουσιαστικά να οδηγήσετε σε μία συγκεκριμένη εκδοχή τη συζήτηση, το οποίο είναι θεμιτό στη λογική της πολιτικής.
Υπάρχει, όμως, μία προηγούμενη δική σας ερώτηση γραπτή. Εγώ καλούμαι να απαντήσω επί αυτής της ερωτήσεως. Σε αυτή την ερώτηση μου θέτετε συγκεκριμένα ζητήματα. Αυτά δεν θέλετε να σας τα απαντήσω;
Εγώ, λοιπόν, αυτό που κάνω, είναι να προσπαθώ να απαντήσω καταρχήν επί του κειμένου το οποίο μου τίθεται ως ερώτηση από τη δική σας πλευρά και τίποτα περισσότερο.
Δύο λόγια για να φτάσω στο επίμαχο. Αυτή η συζήτηση όντως έχει μία διάσταση, η οποία σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό αντιλαμβάνεστε ότι δημιουργεί τεράστιες αντιφάσεις. Ή θα δεχτούμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στον χώρο της Δικαιοσύνης είναι οι τρομερές καθυστερήσεις στην απονομή της και άρα πρέπει να βρούμε τον τρόπο να αντιμετωπίσουμε το συγκεκριμένο πρόβλημα, ή από κει και πέρα υποκριτικά θα πετάμε την μπάλα στην εξέδρα, νομίζοντας ότι ικανοποιώντας είτε τη μία είτε την άλλη πλευρά -φυσικά δεν αναφέρομαι στις αποζημιώσεις και θέλω να είμαι ξεκάθαρος γι’ αυτό, για τις οποίες μιλάτε- θα δημιουργούμε τα πολιτικά επιχειρήματα της όποιας, αν θέλετε, αντιπαράθεσης μπορεί να υπάρχει.
Και το λέω αυτό γιατί κάποια στιγμή πρέπει να γίνουμε σοβαροί σε μία προσπάθεια τουλάχιστον θεσμικά ζητήματα να τα αντιμετωπίσουμε από κοινού, να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα και να προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις. Αυτή η τροπολογία ούτε σε άσχετο νομοσχέδιο μπήκε, ούτε έχει σκοπό ή αν θέλετε στόχο να ελαττώσει τον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης, αλλά ούτε και δημιουργεί ζητήματα τα οποία έχουν σχέση με την αντισυνταγματικότητα την οποία επικαλείστε. Αφήστε που το 8 τοις χιλίοις είναι σχεδόν το μισό από το ποσοστό του δικαστικού ενσήμου που επιβάλλεται σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες και γίνεται ακριβώς με αυτόν τον τρόπο.
Δεν θα πω, όμως, περισσότερα γιατί θέλω να απαντήσω στην ουσία της ερώτησης την οποία μου θέσατε.
Όσον αφορά το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων που αφορούν ατομικές αξιώσεις πολιτών, ακόμα και όταν αυτές ασκούνται συλλογικά, θέλω να πω τα εξής: Ξέρετε, σε ένα ενιαίο δικόγραφο συσσωρεύονται οι αξιώσεις περισσότερων πολιτών. Σε αυτήν την περίπτωση προφανώς υπάρχει μία αναλογία αντίστοιχη με το ποσό της αξίωσης του καθενός, που θα μπορούσε να επιβαρυνθεί αυτό. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι δεν υπάρχει τέτοιου είδους παρεμπόδιση σε οποιαδήποτε λογική.
Ποια είναι η ουσία; Εγώ πιστεύω ότι το κομμάτι που αφορά στις αγωγές των πολεμικών αποζημιώσεων πρέπει να το ξαναδούμε, ώστε να πετύχουμε τον προσφορότερο τρόπο ικανοποίησης των δίκαιων αιτημάτων όλων των κατοίκων των μαρτυρικών χωριών και ειδικά του Δομενίκου. Αυτό θεωρώ ότι είναι και ιστορικό μας χρέος, αλλά και ελάχιστη αναγνώριση της θυσίας των θυμάτων.
Έτσι, λοιπόν, σας λέω και το δηλώνω αυτήν τη στιγμή, ότι εξετάζουμε τη δυνατότητα εξαίρεσης των εν λόγω αγωγών από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, εφόσον δεν εγείρονται άλλα νομικά και συνταγματικά ζητήματα.
Η πρώτη εικόνα που έχουμε – και το λέω διότι το προκαλέσατε εσείς με την ερώτησή σας – είναι πως μπορεί να είναι εφικτό και πιθανολογώ ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα αναλάβουμε τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία.
Σε ό,τι αφορά τη συνολική συζήτηση για το δικαστικό ένσημο, πέραν των τροπολογιών που ήδη έχουν κατατεθεί, νομίζω ότι το έχω δηλώσει και δημόσια ότι θα τεθεί υπόψιν της νέας Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής που αφορά στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και κατά την οποία διαδικασία περιμένουμε τις τελικές προτάσεις.
Σας επαναλαμβάνω ότι ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε ήταν σαφής. Η Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι υπάρχει ένα θέμα με τα μαρτυρικά χωριά και με τις διεκδικήσεις των αποζημιώσεων. Θα αναλάβουμε μία πρωτοβουλία ώστε το συγκεκριμένο κομμάτι να το καλύψουμε. Ωστόσο, η όλη συζήτηση που αφορά στην επιβολή του δικαστικού ενσήμου, θα είναι και αυτό αντικείμενο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προκειμένου να καταλήξουμε.
Σας ευχαριστώ πολύ.