Κακά τα ψέματα, Νοσοκομείο δεν σημαίνει περίθαλψη μόνο από γιατρούς, όπως ο πόλεμος δεν κερδίζεται μόνο από τους αξιωματικούς.

Τα νοσοκομεία μας και ιδίως το Εθνικό Σύστημα Υγείας, σε κάθε μάχη που έδωσαν κατά το παρελθόν – με αποκορύφωμα τη μάχη που συλλογικά και σε παγκόσμιο επίπεδο δίνουμε δεκατέσσερεις μήνες τώρα – διαχρονικά στηρίχθηκαν στους αφανείς ήρωες, τους ήρωες της «διπλανής πόρτας» τους νοσηλευτές και τις νοσηλεύτριες.

Ένα επάγγελμα, μέχρι σήμερα,  όχι ιδιαίτερα «ορατό» για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και κυρίως από όλους όσοι είχαν την τύχη, να μην περάσουν ποτέ τις πόρτες ενός νοσοκομείου για τους ίδιους ή τους συγγενείς τους.  

Κάθε «μικρή» πράξη του ανώνυμου νοσηλευτή και νοσηλεύτριας, όμως, όπως η καθαριότητα των ασθενών, οι συνεχείς έλεγχοι νύχτα και μέρα, το φαγητό, ακόμη και το ψάξιμο μιας φλέβας για την επόμενη ένεση, αποτελεί μια μεγάλη κι έμπρακτη πράξη αγάπης, φροντίδας και αλληλεγγύης προς τον ασθενή συνάνθρωπό μας. 

Οι νοσηλευτές κι οι νοσηλεύτριες είναι ακόμη εκείνοι, που θα στηρίξουν  το νέο κι άπειρο γιατρό, όταν αυτός νιώσει τον  πανικό της νοσηρότητας, λόγω έλλειψης εμπειρίας.

Οι νοσηλευτές κι οι νοσηλεύτριες είναι οι Άνθρωποι «πρώτης γραμμής», οι «κυματοθραύστες» πάνω στους οποίους οι πονεμένοι ασθενείς παραπονιούνται, οι πελαγωμένοι συγγενείς ξεσπάνε, οι γιατροί στηρίζονται και όλοι πάντως, αναζητούν για να ακουμπήσουν .

Οι νοσηλευτές κι οι νοσηλεύτριες είναι οι «ψυχολόγοι» του ασθενούς, είναι οι «μανάδες» στο μέτωπο της δημόσιας υγείας, είναι εκείνοι που καταλαβαίνουν «πρώτο χέρι» τον ασθενή, πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε συγγενή του, κατά την περίοδο της νοσηλείας του.

Και πλέον, κάθε τέτοια ημέρα, έχω αποφασίσει να θυμάμαι έναν επαναστάτη με αιτία, ένα νοσηλευτή της Λάρισας, το Λάμπρο…

Ένα νοσηλευτή του τόπου μας, του οποίου η επανάσταση πριν από μερικούς μήνες πέρασε στα «ψιλά», περισσότερο γιατί δεν έπρεπε, παρά γιατί δεν μπορούσε, να γίνει πρώτη είδηση και μάλιστα για μέρες.

Τραυματιοφορέας ο ίδιος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας, το χειμώνα που πέρασε, έστησε τη σκηνή του έξω από το νοσοκομείο και ξεκίνησε απεργία πείνας για έντεκα συνεχόμενες ημέρες, όταν κλήθηκε να μεταφέρει μια νέα γυναίκα, 45 ετών, που νοσηλευόταν στην κλινική covid και έχασε τη μάχη με τη ζωή, χτυπημένη από τον κορωνοϊό, όπως εκατοντάδες άλλοι συνάνθρωποί μας. 

Αυτή τη γυναίκα όμως, τη βρήκε κάτω από το κρεβάτι της, σε στάση προσευχής και  σε απόλυτη ακαμψία!

Ήταν προφανές ότι προσπαθούσε να αναπνεύσει και δεν μπορούσε, καθώς κι ότι η «στάση προσευχής» τη διευκόλυνε στην ασφυξία που ένιωθε ή ακόμη, ότι πραγματικά προσευχόταν να ζήσει. 

Το γεγονός αυτό συγκλόνισε το Λάμπρο και τον στοίχειωσε και μετά αναπόφευκτα ο πόνος του, έγινε οργή.

Ο Λάμπρος με τον δικό του τρόπο ύψωσε τη φωνή του, περιγράφοντας την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στο νοσοκομείο, την έλλειψη προσωπικού, την ανυπαρξία σύγχρονου εξοπλισμού και δικτύου με κάμερες,  για να παρακολουθούνται οι ασθενείς στα τμήματα κορωνοϊού κάθε στιγμή, όπως πρέπει να γίνεται, σε κάθε τμήμα λοιμωδών. 

Μίλησε για τους νοσηλευτές και τους γιατρούς, για τις μέρες τους και τις νύχτες τους, για τις οικογένειές τους, τις ζωές τους και τις ψυχές τους.

Παράλληλα, διεκδίκησε για τον πολύπαθο κλάδο του, βαρέα και ανθυγιεινά, κάτι που παρότι είναι τόσο αυτονόητο – με το Κίνημα Αλλαγής να μη σταματά να καταθέτει την ίδια και την ίδια τροπολογία σε κάθε κυβερνητικό νομοσχέδιο, μέχρι να γίνει δεκτή – η κυβέρνηση εξακολουθεί να «κλείνει τα μάτια»…

Ας θυμόμαστε λοιπόν κάθε νοσηλευτή και νοσηλεύτρια, κι ας πάψουμε να κλείνουμε εμείς, τα δικά μας μάτια . 

Διότι καλά είναι τα παλαμάκια, αλλά μόνο αυτό, είναι τελικά πολύ λίγο…»